χορός

χορός
χορός, ,
A dance,

αἰεὶ δ' ἡμῖν δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε Od.8.248

;

μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος Il.16.183

;

τοὶ δ' ἄνδρες ἐν ἀγλαΐῃς τε χοροῖς τε τέρψιν ἔχον Hes.Sc.272

, cf. 277;

εἰς χ. ἐλθέμεν Il.15.508

, cf. Od.18.194;

οὐδέ κε φαίης ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ' ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε ἔρχεσθ' ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν Il.3.393

, 394;

χορῷ καλὴ Πολυμήλη 16.180

: later of the dance as a public religious ceremony,

Διόνυσον τιμώσας χοροῖς E.Ba. 220

;

φυλῆς Ἀκαμαντίδος ἐν χοροῖσιν Simon.148

, cf. Hdt.2.48, Isoc.9.1; χοροὺς ἀνῆγον αἱ πόλεις (sc. εἰς τὴν Δῆλον) Th.3.104; [pref] πεν-

ἀνδρῶν χ. Simon.147

, cf. Sch.Aeschin.1.10; κύκλιος χ. (v. κύκλιος) ; θυσίῃσί σφεα (sc. Δαμίην καὶ Αὐξησίην)

καὶ χοροῖσι γυναικηΐοισι κερτόμοισι ἱλάσκοντο Hdt.5.83

;

ἵστασαν χοροὺς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων Id.3.48

;

παιδικὸς χ. Is.7.40

, etc.;

χ. ἀνδρικός X.HG6.4.16

, cf. Pl.Lg.665b; τραγικοὶ χοροί, at Sicyon, Hdt.5.67: hence of the chorus in the Attic drama,

οἱ χ. τῶν τραγῳδῶν Ar.Av.787

, cf. Pax 807 (lyr.); χ. τραγικός, κωμικός, Arist.Pol.1276b4; also χ. τρυγικός, τρυγῳδικός, Ar.Ach.628 (anap.), 886; arranged in six rows, Cratin. 173; ὃς οὐκ ἔδωκ' αἰτοῦντι Σοφοκλέει χορόν (of the archon to whom the poet applied) Id.15;

χ. αἰτεῖν Ar.Eq.513

(anap.);

διδόναι Pl.R.383c

, etc.; χορὸν λαβεῖν, ἔχειν, Ar.Ra.94, Pax 803, 807 (lyr.); χ. συλλέξαι, χοροὺς ἀθροίζειν (i.e. from the tribe), Antipho 6.11, X.Hier.9.4; [χοροὺς] διδάσκειν ibid.;

χορὸν εἰσάγειν Ar.Ach.11

: general phrases,

χοροὺς ἱστάναι Hdt.3.48

(v. supr.), S.El.280;

ἔστασεν Pi.P.9.114

;

ἱερὸν χ. ἵστατε Νύμφαις Ar.Nu.271

(anap.), cf. Av.220 (anap.);

ἅψαι A.Eu.307

(anap.);

χορῶν κατάστασις Id.Ag.23

, cf. Ar.Th.958;

τοῖς χ. νικᾶν X.Mem.3.4.3

; χοροῦ προεστάναι ibid.;

χορῷ χορηγεῖν Pl.Grg. 482b

, etc.
II choir, band of dancers and singers, h. Ven.118, Pi.N.5.23, Fr.199;

συμφωνία καὶ χοροί Ev.Luc.15.25

.
2 generally, choir, troop,

ἰχθύων S.Fr.762

;

μελιττῶν Ael.NA5.13

;

χ. καλλίμορφος τέκνων E.HF925

, cf. Pl.Prt.315b, Tht.173b, etc.; of things,

ἄστρων αἰθέριοι χ. E.El.467

(lyr.), cf. Mesom.Sol.17; χ. σκευῶν row of dishes,
X.Oec.8.20; χ. δονάκων row of reeds, i. e. Pan's pipe, Coluth.124; χ. ὀδόντων a row of teeth, Gal.UP11.8 (hence οἱ πρόσθιοι χοροί, for the front teeth, Ar.Ra.548); τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν; in what class shall we place it? Pl.Euthd.279c, cf. Chor.12.28 p.160 F.-R.
III place for dancing,

ἐν δὲ χ. ποίκιλλε . . Ἀμφιγυήεις Il. 18.590

;

λείηναν δὲ χ. Od.8.260

, cf. 264;

ὅθι τ' Ἠοῦς ἠριγενείης οἰκία καὶ χοροί εἰσι 12.4

; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib.318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9; so perh. in Crete, Supp.Epigr.2.509.6 (Eltynia, prob. v B. C.): v. infr. (Acc. to Hsch. χορός = κύκλος, στέφανος, and therefore prop. denotes a ring-dance.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χορός — dance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — dance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • χορός — ο 1. σύνολο ρυθμικών κινήσεων των ποδιών και του σώματος που εκτελούνται για διασκέδαση. 2. ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν και χορεύουν συνάμα ή τραγουδούν μόνο ή χορεύουν μόνο. 3. στην εκκλησιαστική γλώσσα, ομάδα ανθρώπων που ψέλνουν μαζί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορός τραγωδίας — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ο όρος σήμαινε αρχικά τον χώρο όπου χόρευαν και έφτασε αργότερα να σημαίνει το σύνολο των χορευτών καθώς και τις κινήσεις και το τραγούδι τους. Μπορούσε, ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, να παριστάνει χ. ανδρών… …   Dictionary of Greek

  • σάμπα — Χορός βραζιλιανής καταγωγής, με συγκεκομμένο ρυθμό. Αρχικά, υπήρχαν δυο τύποι σ.: ένας κυκλικός, με φιγούρες καθαρά αφρικανικής προέλευσης και ένας άλλος σε ζευγάρια, που συχνά συνοδευόταν από τραγούδι. Σήμερα, το όνομα δίνεται σ’ ένα ζωηρό λαϊκό …   Dictionary of Greek

  • σακόν — Χορός ιθαγενών, πιθανώς της Λατινικής Αμερικής, του οποίου τα πρώτα δείγματα, που ανάγονται στο 17o αι., είναι δοσμένα σε κλιμάκωση για ισπανική κιθάρα. Αποτελούμενος αρχικά από συγχορδίες σε τριαδικό ρυθμό, ο χορός αυτός έγινε αργότερα η… …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανάκι — Χορός μεταμφιεσμένων την Αποκριά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα της ιταλικής πόλης Γαέτα και σημαίνει λεπτό κορδόνι. Γ. ονομάζεται και τοπικός χορός της Μακεδονίας. * * * το 1. μικρό ή λεπτό γαϊτάνι 2. είδος χορού που εκτελείται τις Απόκριες από …   Dictionary of Greek

  • καρσιλαμάς — Χορός προερχόμενος από την Ανατολή. Θεωρείται παραλλαγή της αρχαίας πυρριχίου ορχήσεως, η οποία είχε διασωθεί από τους Βυζαντινούς. Η παραλλαγή συντελέστηκε με την ανάμειξη στοιχείων από τους χορούς των Ζεϊμπέκων. Ο κ. είναι ζωηρός, γοργός,… …   Dictionary of Greek

  • πόλκα — Χορός με γοργό δίσημο ρυθμό, ο οποίος χορεύεται από ζευγάρια, που κάνουν ένα βήμα σε κάθε τρία μουσικά μέτρα και ένα πήδημα στο τέταρτο. Παρουσιάστηκε στη Βοημία κατά το 1830 (και το όνομά του είναι τσεχικό) και πολύ γρήγορα εισέβαλε και στην… …   Dictionary of Greek

  • τσάμικος — Χορός της ηπειρωτικής Ελλάδας, που διαφέρει όμως κατά περιοχές: τ. της Ηπείρου, της Ρούμελης (ο κατεξοχήν τ.), της Πελοποννήσου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Άλλοτε χορεύεται με 12 και άλλοτε με 16 βασικά βήματα· εκτός από αυτά όμως υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”